- εὔκεντρος
- εὔκεντρος, ον,A pointed,
βέλος AP9.339
(Arch.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βέλος AP9.339
(Arch.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εύκεντρος — εὔκεντρος, ον (Α) αυτός που έχει καλό κέντρον, αιχμηρός, οξύς, σουβλερός («εὔκεντρον βέλος», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κεντρος (< κέντρον), πρβλ. μακρό κεντρος, οπισθό κεντρος] … Dictionary of Greek
εὐκέντρῳ — εὔκεντρος pointed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)